ἀκόρυφος

ἀκόρυφος
ἀκόρυφος
without top
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακόρυφος — η, ο (Α ἀκόρυφος, ον) [κορυφή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει κορυφή ή του έχουν κόψει την κορυφή (ειδικά στα οικόσημα) αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αρχή «ἀκόρυφος καὶ ἀκατάστροφος» χωρίς αρχή και τέλος (Διον. Αλ.) 2. ο αναρίθμητος …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”